-
1 ὀμφή
ὀμφή, ἡ (von ΕΠ, ἔπος), die Stimme; bei Hom. stets ὀμφὴ ϑείη oder ὀμφὴ ϑεῶν oder ϑεοῠ, Götterstimme; ϑείη δέ μιν ἀμ φέχυτ' ὀμφή, Il. 2, 41; ταῠτα ϑεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς, 20, 129; ἐπισπόμενοι ϑεοῦ ὀμφῇ, Od. 3, 215. 16, 96; so noch κατ' ὀμ φὰς τὰς Ἀπόλλωνος Soph. O. C. 102; – allgemeiner, ἁδεῖαι Ἀϑαναίων ὀμφαί νιν κώμα-σαν, die Stimmen, Pin. N. 10, 34; ἴϋζε δ' ὀμφάν, Aesch. Suppl. 789; οὔτ' ἄν ποτ' ὀμφῆς τῆς ἐμῆς ἐπῄσϑετο, Soph. O. C. 1353; πῶς μύϑων αὐδαϑέντων δέξαιτ' ὀμφάν; Eur. Med. 175; einzeln noch bei sp. D.; λιγεῖα, Anacr. 41, 11; Nonn.; auch Heliod. – Nach Hesych. bei den Lacedämoniern = ὀσμή.
-
2 ὀμφή
ὀμφή, ἡ, die Stimme; ὀμφὴ ϑείη oder ὀμφὴ ϑεῶν oder ϑεοῠ, Götterstimme; allgemeiner, ἁδεῖαι Ἀϑαναίων ὀμφαί νιν κώμα-σαν, die Stimmen
См. также в других словарях:
πανομφαίος — ὁ, θηλ. πανομφαία, Α (ως επίθ. τού Διός και άλλων θεών και θεαινών) αυτός που αποστέλλει μαντείες, θεϊκές φωνές που προοιωνίζονται κάτι («πανομφαῑος Ἠέλιος», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀμφή «θεϊκή φωνή» + κατάλ. αῖος] … Dictionary of Greek